- ακουστικός
- -ή, -ό (AM ἀκουστικός, -ή, -όν)1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στην αίσθηση τής ακοής ή στο ακουστικό όργανο2. ο κατάλληλος για την αίσθηση τής ακοήςνεοελλ.1. (για τύπους προσώπων) ο ευαίσθητος στις ακουστικές αντιλήψεις2. το θηλ. ως ουσ. η ακουστική*3. το ουδ. ως ουσ. το ακουστικό*μσν.αυτός που μπορεί ή πρέπει να ακουστείαρχ.1. αυτός που είναι πρόθυμος να ακούσει2. το ουδ. ως ουσ. τὸ ἀκουστικόνδιεξιότητα στην ακοή3. πληθ. οἱ ἀκουστικοίοι ακουσματικοί (βλ. ακουσματικός).[ΕΤΥΜΟΛ. < ἀκουστός.ΠΑΡ. νεοελλ. ακουστικότητα].
Dictionary of Greek. 2013.